ιουλοφυώ

ιουλοφυώ
ἰουλοφυῶ (Μ)
ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φυῶ (< -φυής < φύος), πρβλ. κερατο-φυώ, οδοντο-φυώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ίουλος — I (Βοτ.). Χαρακτηριστική ταξιανθία σε μορφή τσαμπιού, που αποτελείται γενικά από μονογενή άνθη, συχνότερα αρσενικά. Ο ί. ταξινομείται στις απλές βοτρυώδεις ταξιανθίες και αποτελεί υποκατηγορία της ταξιανθίας στάχυς. Τα άνθη που συγκροτούν τον ί.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”